Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Ένα τυπικό βράδυ γιορτής ή Γιατί δεν έγινα πλακατζής...

Θα μπορούσε να είναι ένα τυπικό βράδυ γιορτής αφού είχε όλες τις προδιαγραφές να είναι.Ένας εορτάζοντας, 2-3 συγγενείς και κάποιοι φίλοι,ένα γλυκό και πολύ ποτό όλων των ειδών(πράγα που από μόνο του συνιστά γιορτή!). Ο πατέρας μου και εγώ ξεκινήσαμε από το σπίτι με προορισμό το απέναντι σπίτι του θείου μου-Γιώργο στο όνομα- για να του ευχηθούμε.Ως πολύ εγωκεντρική ή αφελής πίστεψα πως η κουβέντα θα περιστρεφόταν γύρω από μένα,το πανεπιστήμιό μου,τις ασχολίες ,μιας που είθισται πάντα στην οικογένεια μου να ανακρίνουν το μικρότερο. Και ελλείψει του μικρού μου αδερφού-του μικρότερου στην οικογένεια- το πλησιέστερο θύμα ήμουν εγώ. Κάθε ανάκριση φάνταζε καλύτερη...


Δυο φίλοι των θείων μου κατέφτασαν , λίγη ώρα μετά από εμάς ,πομπώδεις και μεγαλόστομοι μέσα στο "μεσήλικο προβληματισμό" τους. Ευχήθηκαν,ασπάστηκαν και κάθησαν.Πόσο επικίνδυνο να είναι αυτό?Σερβιρίστηκαν γλυκό-ραβανί,όνειρο!-και το καθιερωμένο ουισκάκι "χωρίς πάγο" και άρχισαν την κουβέντα.Σιγά το επικίνδυνο! Σαράντα λεπτά αργότερα ένιωσα μέσα μου την κατάρρευση ενός συστήματος ονείρων,φιλοδοξιών,ονειροπολήσεων που μου πήρε είκοσι χρόνια να δημιουργήσω. Κι αν όχι μια ολοκληρωτική κατάρρευση σίγουρα ένα ισχυρό ταρακούνημα στα θεμέλια του...


Η κουβέντα ξεκίνησε από κάτι αθώα πλακάκια με τα οποία ο θείος μου φιλοδοξούσε να ντύσει τό μπάνιο.Δε θα έμενε όμως για πολύ σε αυτό το ανώδυνο θέμα,αφού η πολιτική ανάλυση φαίνεται να έχει διαποτίσει τα πάντα στις μέρες μας.Από τα πλακάκια μέχρι τον ήλιο κάτω από τον οποίο ξυνόμαστε μαζικά! Το καυτό θέμα "Πού πήγε ο Έλληνας πλακατζής" άρχισε να απασχολεί πολύ τη μεσήλικη παρέα,που πίστευε πως τα νέα παιδιά χαραμίζονται με την είσοδο τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από την άλλη εμένα δε με απασχόλησε ιδιαίτερα κρίνοντας το ως μια ιδιοτροπία μιας γενιάς ,που ενόψει εργασιακής απόσυρσης, προσπαθεί να μεταδώσει αυτό που θέλει να πιστεύει ως εμπειρία. Δεν αμφισβητώ πως ίσως η κρίση μου να ήταν αυστηρή,αλλά ειλικρινά οι μεγαλόστομες νουθεσίες και υποδείξεις των μεγαλύτερων προς τη νέα γενιά πάντα με άφηναν παγερά αδιάφορη.

Η συζήτηση εξελίχθηκε και με βήματα αργά και σταθερά οδηγήθηκε στην κρίση,την οικονομική(ποια άλλη?). Οι συντονιστές της κουβέντας έστησαν το χορό των πολιτικών αναλύσεων,πιάνοτας το κουβάρι από εκεί που τα τηλεοπτικά παράθυρα το είχαν αφήσει. Οι πιο σιωπηλοί της παρέας αρκούνταν στην παρακολούθηση των "εξελίξεων" προσθέτοντας πού και πού και κάποια άγνωστη,σημαντική πληροφορία,ο καθένας από το μετερίζι του. Η κατηγορία,η διαφθορά και η κρίση άρχισαν σιγά σιγά να προσωποποιούνται ανάλογα με τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες,έτσι που σε κάποιο σημείο πίστεψα πως η κρίση έχει ονοματεπώνυμο και κομματική απόχρωση.

Στην άνιση μάχη που είχα κληθεί να δώσω, ήμουν εγώ απέναντι σε 6 επίδοξους συνταξιούχους,μαινόμενους προς τα πολιτικά δρώμενα,που ο καθένας είχε μια άποψη που πλάσαρε ως διαφορετική,αλλά στο τέλος συνέκλινε θλιβερά με όλες τις υπόλοιπες. Αυτή η κοινή άποψη ακούστηκε από τον πιο τολμηρό (ή μήπως τον πιο δραματικό?) της συντροφιάς : " Θα πεινάσετε". Αν και ήμουν αφοσιωμένη στη βότκα μου-που είχα ζητήσει από τη θεία μου όταν διέκρινα πως η ατμόσφαιρα βάραινε επικίνδυνα-,δε μου βγάζετε από το μυαλό πως όλοι πια με κοιτούσαν. Η αλήθεια είναι πως τα λόγια αυτά συνοδεύτηκαν με ένα νεύμα προς το μέρος μου,κάτι ανάμεσα στην κίνηση που κάνει ο κατήγορος για να δείξει με μομφή τον κατηγορούμενο και την κίνηση όταν πετάμε σε έναν ζητιάνο το ξεροκόμματο. Ήταν αναμφισβήτητα ένα νεύμα οίκτου που όμως έκρυβε μέσα του την κατηγορία.Κατηγορία που δεν έγινα πλακατζής ίσως?

Όταν πια η κουβέντα φούντωσε,οι τόνοι ήταν ανεξέλεκτοι και το μόνο μου άλλαθι στη σιωπή η βότκα που πλέον λιγόστευε και το τέταρτο τσιγάρο μου,που κι αυτό τελείωνε. Πίσω από αυτά είχα αμπαρωθεί,κρατώντας τα επιδεικτικά στο χέρι,σα να τα πρόβαλλα ως δικαιολογία που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρέμενα σιωπηλή. Όταν εξαντλήθηκαν έμεινα γυμνή μπροστά σε ένα ετοιμοπόλεμο ακροατήριο, έχοντας να απαντήσω στο καυτό ερώτημα "Γιατί δεν έγινα πλακατζής?".Τα 'χασα.'Ηταν προφανές πως με κοιτούσαν,εμένα τη θλιβερή εκπρόσωπο μιας κατατρεγμένης γενιάς που επέλεξα να πάω στο πανεπιστήμιο πηγαίνοντας κόντρα στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας που ήθελε πλακατζήδες,χτίστες και σοβατζήδες.

Σκεφτόμουν να ανάψω κι άλλο τσιγάρο,ανενεώνοντας τον εξοπλισμό μου(και θα το έκανα αν δε φοβόμουν πως η συζήτηση θα μετατοπιζόταν στην κατάσταση των πνευμόνων μου),ενώ παράλληλα διαπίστωσα πως για κάτι τέτοιες άβολες στιγμές προνόησε ο Μπελ. Και ενώ η κατηγορία άρχισε να φουντώνει και από τη μεριά του πατέρα μου,που προς στιγμήν πίστεψα πως θα μου ζητούσε να σταματήσω το πανεπιστήμιο και να ασχοληθώ επαγγελματικά με τα πλακάκια,σηκώθηκα,χαιρέτησα τους θείους μου και κινηθηκα προς την πόρτα.Έτσι χωρίς δικαιολογία,χωρίς υπεράσπιση...

Αποφάσισα πως δε θα απολογηθώ σε κανέναν που δεν έγινα πλακατζής ή που το όνειρό μου ή το ψώνιο μου(πείτε το όπως θέλετε) θα με οδηγήσει-πιθανών- στην ανεργία. Είμαι 20 χρονών και έχω δικαίωμα να πιστεύω πως ο η ανεργία είναι επιλογή κι όχι επιβολή.Έχω ακόμα λίγο χρονικό περιθώριο να το πιστεύω....

Και κάτι ακόμα:Όποιος φιλοδοξεί ο σοβατζής του ή ο πλακατζής του να είναι Έλληνας,ας εξελληνίσει την Αλβανία και τα περίχωρα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου